περαστικά

περαστικά
[пэрастика] επίρ. проездом, мимоходом,

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "περαστικά" в других словарях:

  • περαστικός — ή, ό [περαστός] 1. αυτός που περνά, διαβαίνει από κάπου χωρίς να μένει, ο διαβατικός 2. παροδικός, εφήμερος («περαστική μπόρα») 3. (για τόπο, δρόμο) αυτός από τον οποίο διέρχονται πολλοί, ο πολυσύχναστος 4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) περαστικά (για… …   Dictionary of Greek

  • περαστικός, -ή — και ιά, ό 1. αυτός που περνά χωρίς να μείνει σ έναν τόπο, διαβατικός. 2. προσωρινός, εφήμερος, στιγμιαίος: Περαστικές είν οι χαρές στον κόσμο (Πορφύρας). 3. ουδ., περαστικά για αρρώστια, παροδικά, εκείνα που περνούν χωρίς ανεπανόρθωτες ζημιές: Ας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»